ὑδροφορία — ὑδροφορίᾱ , ὑδροφορία the office of fem nom/voc/acc dual ὑδροφορίᾱ , ὑδροφορία the office of fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑδροφόρια — water carrying neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
υδροφορία — η / ὑδροφορία, ΝΑ, και ποιητ. τ. ὑδροφορείη Α [υδροφόρος] η μεταφορά νερού νεοελλ. 1. γεωλ. α) η φυσική συγκράτηση εκμεταλλεύσιμης ποσότητας γλυκού νερού κάτω από την επιφάνεια τής Γης 2. (γεωλ. τεχνολ.) ο τεχνητός εγκλωβισμός εκμεταλλεύσιμων… … Dictionary of Greek
υδροφορία — η μεταφορά νερού, νεροκουβάλημα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ὑδροφορίας — ὑδροφορίᾱς , ὑδροφορία the office of fem acc pl ὑδροφορίᾱς , ὑδροφορία the office of fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑδροφορίαν — ὑδροφορίᾱν , ὑδροφορία the office of fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ГИДРОФОРИИ — • Ύδροφόρια, праздник, справляемый во всей Греции весной для умилостивления подземных богов и душ умерших. В Афинах этот праздник справляли в месяце Анфестерионе и бросали жертвы за упокой умерших, пироги из муки и меда, в пропасть в… … Реальный словарь классических древностей
υδροφορικός — ή, ό που έχει σχέση με την υδροφορία (βλ. λ.), ο χρήσιμος στην υδροφορία: Υδροφορικό όχημα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
РУССКИЙ УКАЗАТЕЛЬ СТАТЕЙ — Абант Άβας Danaus Абанты Άβαντες Абарис Άβαρις Абдера Abdera Абдулонома Абдул Abdulonymus Абелла Abella Абеллинум Abellinum Абеона Abeona Абидос или Абид… … Реальный словарь классических древностей
υδροφόρησις — ήσεως, ἡ, Μ [ὑδροφορῶ] η υδροφορία … Dictionary of Greek